- μετανάστης
- ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια)αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημοςμσν.μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.)μσν.-αρχ.αυτός που φυγαδεύθηκε, που απομακρύνθηκε (α. «μετανάστης τῆς πατρίδος ἐγένου», Μηναί.β. «ψυχὴ σώματος μετανάστις», Φίλ.)αρχ.1. (για αστέρα) πλανήτης, σε αντιδιαστολή προς τον απλανή2. μέτοικος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. τής αποδημίας είχε ως αποτέλεσμα να συνδεθεί η λ. μετανάστης από τους κλασικούς χρόνους με το ρ. μετανίσταμαι «μεταναστεύω». Κατ' αυτήν την άποψη, μάλλον παρετυμολογική, η λ. μετ-ανάστης ερμηνεύθηκε ως αποτέλεσμα απλολογίας ενός αμάρτυρου τ. *μετ-αναστάτης ή έχει αναχθεί σε ένα θεματικό ουσιαστικό τής ιων. μετανά-στης, τού οποίου η κατάλ. παραβλήθηκε με τα αρχ. ινδ. ni-sthā, prati-stā. Σήμερα είναι αποδεκτή η άποψη ότι η λ. μετα-νάσ-της (< *μετα-ναίω «κατοικώ μαζί με κάποιους»), σύνθετη με την πρόθεση μετά και το θ. νασ- τού ρήματος ναίω* «κατοικώ», αποτελεί την αρχαία μορφή τού δράστη ενεργείας τού ρήματος ναίω (πρβλ. τη γλώσσα τού Ησύχ. «νάστηςοἰκιστής» και ναστήρ) και συνδέεται με τα μετα-ναιέτης «αυτός που συγκατοικεί» και μετα-ναιετῶ «συγκατοικώ». Κατά την ίδια άποψη, η λ. μετανάστης είχε αρχική σημ. «αυτός που κατοικεί ανάμεσα σε άλλους ως ξένος», αντίστοιχη με τους μεταγενέστερους τ. μέτ-οικος, τον αρκ. πεδάFοικος και τη γλώσσα τού Ησύχ. «μετ-οικέταικατά μέσον οικούντες». Στην ιων.-αττ. το θ. νασ- τού ναίω παραμερίστηκε και υπερίσχυσε η σημ. τής πρόθεσης μετά που εκφράζει αλλαγή τόπου, οπότε και η λ. μετ-ανάστης συνδέθηκε παρετυμολογικά με το ρ. μετ-ανίσταμαι. Παρ' όλα αυτά, ενώ ετυμολογικά η σύνδεση τής λέξης με το ρ. ναίω θεωρείται αναμφισβήτητη, εκφράζονται αμφιβολίες για την προτεραιότητα που έδωσε η προηγούμενη άποψη στη σημασία «αυτός που κατοικεί ανάμεσα σε κάποιους, ο ξένος» τής λέξης. Η σημ. αυτή δεν μαρτυρείται στους ομηρικούς χρόνους. Αντίθετα, η πρόθ. μετά ήδη στον Όμηρο εκφράζει την αλλαγή τόπου, από όπου η σημ. «απόδημος, αυτός που κατοικεί σε άλλο τόπο», χωρίς και να αλλάξει το ετυμολογικό σχήμα τής λέξης].
Dictionary of Greek. 2013.